ἔξ-ορκος
1Ὅρκος — masc nom sg …
2ὅρκος — the object by which one swears masc nom sg …
3όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …
4όρκος — ο 1. βεβαίωση, υπόσχεση με μάρτυρα το Θεό ή κάποιο ιερό πρόσωπο: Όρκος του δημοσίου υπαλλήλου. 2. φρ., «Κάνω όρκο», ορκίζομαι· «Πατώ όρκο», παραβαίνω κάτι που υποσχέθηκα με όρκο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Ὅρκος Ἀφροδίσιος. — См. Клятвы любовные …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Ὅρκοι — Ὅρκος masc nom/voc pl …
7ὅρκοι — ὅρκος the object by which one swears masc nom/voc pl …
8Ὅρκοις — Ὅρκος masc dat pl …
9ὅρκοις — ὅρκος the object by which one swears masc dat pl …
10Ὅρκοισι — Ὅρκος masc dat pl (epic ionic aeolic) …