ἔξ-αρχος
1ἀρχός — leader masc nom sg …
2-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …
3αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… …
4άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] …
5ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl …
6ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg …
7ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl …
8ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg …
9ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg …
10-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …