ἔξαμπρον

  • 1έξαμπρον — ἔξαμπρον, το (Α) [άμπρον] ζευγάρι βοδιών …

    Dictionary of Greek

  • 2εξαμπρεύω — ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον] σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ ἄνευ κανθηλίου» και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek