ἔξαλος
1ἔξαλος — out of the sea masc/fem nom sg …
2έξαλος — η, ο (AM ἔξαλος, ον) [άλς, αλός] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα έξαλα (AM ἔξαλα) τα τμήματα τού σκάφους που βρίσκονται έξω από τη θάλασσα, πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. 1. (για σκάφος) αυτός που έχει ανασυρθεί από τη θάλασσα στην αμμουδιά 2. (για… …
3ἔξαλον — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc sg ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc sg …
4ἐξάλου — ἔξαλος out of the sea masc/fem/neut gen sg ἐξά̱λου , ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐξάλλομαι leap out of aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …
5ἐξάλους — ἔξαλος out of the sea masc/fem acc pl …
6ἔξαλα — ἔξαλος out of the sea neut nom/voc/acc pl …
7ἔξαλοι — ἔξαλος out of the sea masc/fem nom/voc pl …
8έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… …