ἔν-θετος
81Σεβήροι — Όνομα Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Λούκιος Σεπτίμιος Σεβήρος (146 211). Διατέλεσε συγκλητικός, ταμίας, ανθύπατος της Αφρικής και αρχηγός των Λεγεώνων της Ιλλυρίας. Μετά το θάνατο του Περτίνακα, ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από το στρατό της Ιλλυρίας,… …
82Σωμερίτης — Επώνυμο οικογένειας από τη Ζάκυνθο, που είχε καταχωρηθεί το 1587 στο βιβλίο των ευγενών. Αξιολογότερα μέλη της ήταν οι επόμενοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε στην Ιταλία και ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Διετέλεσε εφέτης στα χρόνια της αγγλικής… …
83Ταυρίσκος — Γλύπτης και ζωγράφος. Έζησε τον 2o αι. π.Χ. Καταγόταν από τις Τράλλεις και ήταν αδελφός και συνεργάτης του γλύπτη Απολλώνιου και θετός γιος του γλύπτη Μενεκράτη. Αναφέρεται μόνο από τον Πλίνιο, σύμφωνα με μαρτυρίες του οποίου εργάστηκε μαζί με… …
84Athetose — Atheto̱se [zu gr. ἀϑετος = nicht gesetzt, ohne feste Stellung] w; , n, in fachspr. Fügungen: Atheto̱sis, Pl.: ...o̱ses: Syndrom bei verschiedenen Erkrankungen des extrapyramidalen Systems mit unaufhörlichen, ungewollten, langsamen, bizarren… …
85ՈՐԴԵԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 2 0528 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.գ. ՈՐԴԵԳԻՐ կամ ՈՐԴԷԳԻՐ. ὐιόθετος, παῖς θέτος adoptivus, adoptitius filius. Գրեալ ժառանգ իբրեւ որդի. հոգւոյ զաւակ. վերագրեալ յորդիութիւն. ըստ յն. որդեգիր, այսինքն… …
86παραγιός — ο ιού, πληθ. ιοί, μαθητευόμενος νέος, βοηθός τεχνίτη, υπηρέτης, υπάλληλος σε αγρόκτημα, θετός γιος, αλλ. ψυχοπαίδι: Ήμουνα μοναχοπαίδι, ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει ψυχοπαίδι κι έχω γίνει παραγιός (λαϊκό τραγ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87πατριός — ο ο θετός πατέρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88σταυραδέρφι — το και σταυραδερφός, ο θετός αδερφός, αυτός που έγινε αδερφός με αδελφοποιία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
89ψυχογιός — ο 1. θετός γιος, υιοθετημένος. 2. μικρός υπάλληλος καταστήματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
90ψυχοπατέρας — ο ο θετός πατέρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)