ἔν-θετος
61πατροποίητος — και πατροπόητος και πατροφοίητος, ον, Α αυτός που έγινε σαν πατέρας κάποιου, θετός πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποίητος (< ποιητός < ποιῶ), πρβλ. θεο ποίητος] …
62ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός …
63τεκνόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. οἰκό θρεπτος] …
64τρίθετος — ον, Μ αυτός που έχει τρεις πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θετός (< τίθημι)] …
65τροφέας — ο / τροφεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον νεοελλ. συνεκδ. γονέας αρχ. 1. θετός πατέρας 2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα 3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου 4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον… …
66τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …
67υιόθετος — η, ο/ υἱόθετος, ον, ΝΜΑ υιοθετημένος, θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από υἱοθεσία] …
68υιόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + θρεπτός (< τρέφω), πρβλ. μαμμό θρεπτος] …
69υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …
70ψυχογιός — ο, Ν 1. θετός γιος 2. νεαρός υπάλληλος 3. (στην τουρκοκρατία) έμπιστος ακόλουθος αρματολού ή αρχηγού τών κλεφτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γιος] …