ἔν-θετος

  • 51εύθετος — η, ο (ΑΜ εὔθετος, ον) 1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση 2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι (α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν») μσν. αρχ. 1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 52θετικός — ή, ό (ΑΜ θετικός, ή, όν) 1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση») 2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν) ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός 3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός»… …

    Dictionary of Greek

  • 53καλού θετού — (ιδιωμ. επίρρ.) καλά καλά, αρκετά, ικανοποιητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αποτέλεσμα συνεκφοράς τών επιθέτων καλός και θετός, με χρήση τής γεν. ως επίρρ. (πρβλ. διπλού, καλού κακού)] …

    Dictionary of Greek

  • 54μετάθετος — μετάθετος, ον (Α) [μετατίθημι] αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολος («μεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετα* + θετός, με αναβιβασμό τού τόνου λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 55ομοθεσία — η η ομοιοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θεσία (< θετος < τίθημι), πρβλ. ομοιο θεσία] …

    Dictionary of Greek

  • 56ομοθετικός — ή, ό ομοιοθετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. homothetic < ομ(ο) * + θετικός (< θετός < τίθημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 57ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… …

    Dictionary of Greek

  • 58παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …

    Dictionary of Greek

  • 59παλαίθετος — παλαίθετος, ον (Α) 1. ο από παλιά τοποθετημένος 2. (γενικά) παλαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + θετός (< τίθημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 60παραγιός — ο θετός γιος, ψυχοπαίδι 2. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη 3. νεαρός υπηρέτης …

    Dictionary of Greek