ἔν-θετος

  • 41ακμόθετον — ἀκμόθετον, το και ἀκμοθέτης, ο (Α) η ξύλινη βάση όπου τοποθετείται το αμόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκμων + θετὸς < τίθημι] …

    Dictionary of Greek

  • 42αμφίθετος — ἀμφίθετος, ον (Α) (για φιάλη) 1. αυτή που λόγω σχήματος μπορεί να στέκεται και στην επάνω και την κάτω βάση της 2. αυτή που έχει λαβές και στις δύο πλευρές της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θετός < τίθημι] …

    Dictionary of Greek

  • 43αριστόνικος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον Μαραθώνα. Ήταν σύγχρονος του Δημοσθένη, που ανήκε, όπως κι εκείνος, στην αντιμακεδονική μερίδα. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Α. τον Φρεάριο, γιο του… …

    Dictionary of Greek

  • 44δικτυόθετος — ο (Α δικτυόθετος, ον) (στην οικοδομική) ο διαταγμένος με μορφή δικτύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + θετός (τίθημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 45εγκάθετος — η, ο (AM ἐγκάθετος, ον) αυτός που επίτηδες τοποθετήθηκε κάπου για να χρησιμοποιηθεί στην κατάλληλη στιγμή, βαλτός αρχ. θετός γιος …

    Dictionary of Greek

  • 46εισποιητός — εἰσποιητός, ή, όν (Α) υιοθετημένος, θετός αρχ. 1. (για πράγμ.) αυτός τον οποίο αποκτά κανείς για τον εαυτό του 2. αυτός που αποκτήθηκε με υιοθεσία 3. αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό …

    Dictionary of Greek

  • 47ευδιάθετος — η, ο (ΑΜ εὐδιάθετος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος νεοελλ. ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον η καλή διάθεση, η προθυμία αρχ. 1. ο τακτοποιημένος καλά 2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός… …

    Dictionary of Greek

  • 48ευεπίθετος — εὐεπίθετος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητος («εὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί θετος (επι τίθημι)] …

    Dictionary of Greek

  • 49ευμετάθετος — η, ο (Α εὐμετάθετος, ον) αυτός που μεταφέρεται εύκολα, ευμετακίνητος, φορητός αρχ. 1. αυτός που αλλάζει εύκολα 2. εύκολα μεταβαλλόμενος, άστατος («ταραχώδης καὶ εὐμετάθετος καὶ στασιαστικὸς ἦν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα θετός (< μετα… …

    Dictionary of Greek

  • 50ευσύνθετος — εὐσύνθετος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένος μσν. 1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα 2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικός αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα 2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος …

    Dictionary of Greek