ἔν-θετος
11θετή — θετός placed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
12θετήν — θετός placed fem acc sg (attic epic ionic) …
13θετῶς — θετός placed adverbial …
14θετῷ — θετός placed masc/neut dat sg …
15οικόθετος — οἰκόθετος, ον (Α) εγγενής («οἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρό θετος, σημό θετος] …
16θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] …
17θεόθετος — θεόθετος, ον (Μ) αυτός που τοποθετήθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θετος (< τίθημι), πρβλ. έκ θετος, έν θετος] …
18κουφοσύνθετος — κουφοσύνθετος, ον (Μ) επισφαλής, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + σύν θετος (< σύνθετος), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] …
19μουσόθετος — μουσόθετος, ον (Α) αυτός που κατασκευάστηκε με μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + θετος (< τί θη μι) πρβλ. αστρό θετος, οικό θετος] …
20πεντάθετος — ον, Α 1. αυτός που έχει συντεθεί από πέντε συστατικά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάθετον φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο αποτελείται από πέντε συστατικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. τρί θετος] …