ἔν-αρθρος

  • 1πολύαρθρος — η, ο / πολύαρθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρθρος (< ἄρθρον «άρθρωση»), πρβλ. έξ αρθρος] …

    Dictionary of Greek

  • 2σύναρθρος — ον, Α 1. συνδεδεμένος, συναρμοσμένος με άλλον 2. γραμμ. αυτός που εκφέρεται με το άρθρο («σύναρθροι ἀντωνυμίαι», Διον. Θρ.) 3. φρ. «σύναρθρος ἀντωνυμία» η κτητική αντωνυμία (Απολλ. Δύσκ.). επίρρ... συνάρθρως Μ σε συνεκφορά συνήθως με το οριστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 3List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …

    Wikipedia

  • 4παραρθρώ — έω και όω, Α 1. παθαίνω μερική εξάρθρωση 2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αρθρῶ (< αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξ αρθρώ] …

    Dictionary of Greek