ἔνϑεν

  • 51όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …

    Dictionary of Greek

  • 52όρπας — ὄρπας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῆς ἀκρίδος ὁ γόνος, ἔνθεν γάρον ποιοῡσιν» …

    Dictionary of Greek

  • 53ώδε — (I) ὦδε, Α (δ. γρφ.) βλ. ώδε. (II) ὧδε, ΝΜΑ, και δ. γρφ. ὦδε και δωρ. τ. ὧ και αττ. επιτεταμμένος τ. ὡδί Α (στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) (ως τροπ. επίρρ.) με αυτόν τον τρόπο, ως εξής, έτσι αρχ. 1. (ως τοπ. επίρρ.) εδώ («ὧδε κἀκεῑ μετοικιζόμενος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 54Πιντεμόντε — (Pindemonte). Όνομα δύο αδελφών Ιταλών ποιητών. 1. Ιππόλυτος (1753 – 1828). Έγραψε πολλά αξιόλογα ποιήματα, τα σπουδαιότερα από τα oποία τιτλοφορούνται Η οφθαλμαπάτη (1784), Αγροτικά ειδύλλια (1788) καιΓαλλία (1789). Τα δύο πρώτα χαρακτηρίζονται… …

    Dictionary of Greek

  • 55ԱՍՏԻ — I. ( ) NBH 1 0318 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c մ. ἕνθεν, ἑντεῦθεν hinc Յայսմ տեղւոջէ.ʼի տեղւոջէս յայսմանէ. եւ յայսմ բանէ. աստից, ասկից, ասկէ, սկից, հոսկից. ... *Աստի առ ձեզ անցանել: Բարձին աստի …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 56ԱՍՏՈՒՍՏ — ( ) NBH 1 0333 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 13c մ. ἕνθεν, ἑνθένδε, ἑντεῦθεν hinc, inde Աստի. ʼի տեղւոջէ աստի. յայսմ վայրէ. ʼի կենաց աստի. եւ Յայսմ կողմանէ. աստից, ասկից. ... *Փախչել աստուսա անգր. Սահմ. ՟Զ: *Ողջանդամ աստուստ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 57de-, do- —     de , do     English meaning: a demonstrative stem     Deutsche Übersetzung: Demonstrativstamm, partly ich deiktisch; Grundlage verschiedener Partikeln     Material: Av. vaēsmǝn da “ up there to the house “; Gk. δε in ὅ δε, ἥ δε, τό δε “ that… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 58e-3, ei-, i-, fem. ī- (*ḫeĝ(h)om) —     e 3, ei , i , fem. ī (*ḫeĝ(h)om)     English meaning: this, etc. (demonstrative stem); one     Note: Root e 3, ei , i , fem. ī : “this, etc. (demonstrative stem); one” derived from the reduced Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I”. Indic languages …

    Proto-Indo-European etymological dictionary