ἔνϑεν
11оноудоу — (2*) нар. Туда: но что постражю. овъ сюду овъ онуду влачат ны и трежють. (ὁ μὲν ἔνθεν, ὁ δὲ ἔνθεν) ГБ к. XIV, 202в; ♦ сюдѹ и онѹдѹ – сюда и туда: Раскрили сюду и ѡнуду простри к б҃у. ˫ако (ж) нѣкогда Моиси великыи ѡнъ. свои руцѣ простре. помага˫а …
12έρυμα — ἔρυμα, τό (AM) [ερύω (II)] 1. μέσο για προστασία, προφύλαγμα («θώρακας ἐρύματα σωμάτων», Ξεν.) 2. αμυντικό οχύρωμα, πρόχωμα, οχυρό (α. «ἔρυμα λίθοις ὀρθοῡν», Θουκ. β. «οἱ Ἕλληνες ἐρύματα ἔχοντες ἔνθεν μὲν τὸν Τίγρητα ἔνθεν δὲ τήν διώρυγα», Ξεν.)… …
13κατανάσσω — (Α) πατώ με δύναμη και στερεώνω κάτι («κατανάξαντες τὴν γῆν φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νάσσω «πατώ με δύναμη»] …
14παραπήγνυμι — και παραπηγνύω ΜΑ προσθέτω κάτι ως υποσημείωση αρχ. 1. μπήγω κάτι κοντά σε κάτι άλλο (α. «παραπήξαντες αἰχμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῡ νεκροῡ», Ηρόδ. β. «παρὰ δ ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. εμφυτεύω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («αἱ λῡπαι ταῑς… …
15παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… …
16φραγμός — ο, ΝΜΑ, και σφραγμός Α φράχτης (α. «κιγκλιδωτός φραγμός» β. «φραγμόν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (ναυτ. στρ.) α) θαλάσσια ζώνη καθορισμένων ορίων, στο εσωτερικό τής οποίας κινούνται κατά καθορισμένες, επίσης, γραμμές τα… …
17ՅԱՅՍԿՈՅՍ — ( ) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Early classical, 13c մ.նխ. ἑντός citra. Յա՛յս կոյս. յայս կողմն, կամ յայսմ կողման. ասդին, ... *Յայսկոյս ջրոյն. Վրդն. ծն.: մ. ՅԱՅՍԿՈՅՍ ՅԱՅՆԿՈՅՍ. մ. ἕνθα καὶ ἕνθα hic et illic, ultra, citra ἕνθεν καὶ ἕνθεν hinc …
18сюда — народн. сюды, суда, суды – то же, отсюда, народн. отсуда, образовано по аналогии куда, туда, откуда, оттуда, укр. сюди, сюда, сюдою, цслав. сѫда сюда , ст. слав. отъсѫдоу ἐντεῦθεν, ἔνθεν, αὑτόθεν (Супр.), сѫдоу, др. сербск. суду, отъсуду, болг.… …
19Nepenthe — For other meanings of nepenthe , see Nepenthe (disambiguation). Nepenthe  /nɨˈ …
20Непенф — Cтеклянный флакон, Древний Египет, Новое царство Непенф, непент, непента, непентес (греч …