ἔνϑα παρϑένει'

  • 1κόρευμα — κόρευμα, τὸ (Α) [κορεύομαι] η ιδιότητα τής παρθένας, παρθενία («ὦ λέκτρον, ἔνθα παρθένει ἔλυσ ἐγώ κορεύματ ἐκ τοῡδ ἀνδρός», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek