ἔντροφος
1έντροφος — ἔντροφος, ον (Α) 1. αυτός που ζει και τρέφεται κάπου 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔντροφος θρέμμα («Σαλαμῑνος ἔντροφος» θρέμμα τής Σαλαμίνας [ο Αίας]) …
2ἔντροφος — living in masc/fem nom sg …
3ἔντροφον — ἔντροφος living in masc/fem acc sg ἔντροφος living in neut nom/voc/acc sg …
4ἐντρόφους — ἔντροφος living in masc/fem acc pl …
5ἐντρόφων — ἔντροφος living in masc/fem/neut gen pl …
6ἔντροφοι — ἔντροφος living in masc/fem nom/voc pl …
7χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) …