ἔντος
1έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …
2ἐντός — within indeclform (adverb) …
3εντός — (AM ἐντός) (επίρρ. και πρόθ.) 1. μέσα («τοὺς δὲ σκευοφόρους... ἐντὸς εἶχον οἱ ὁπλῑται», Θουκ.) 2. απ αυτή την πλευρά, εντεύθεν, από τη δική του μεριά («ἐντὸς Ἅλυος ποταμού», Θουκ.) 3. (για χρόνο) μέσα σ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα («ἐντὸς… …
4εντός — επίρρ. τοπ. και πρόθ. 1. (ως επίρρ.), μέσα, στο εσωτερικό: Δεν υπάρχει τίποτε εντός. 2. ως πρόθ. (με γεν.), δηλώνει περιορισμό σε τοπικά ή χρονικά όρια: Άλλαξεν εντός μου ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός). – Εντός δύο ωρών. 3. (με το άρθρ.) οι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …
6ἕντος — ἵημι Ja c io aor part act masc/neut gen sg …
7'ντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …
8οὑντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …
9τοὐντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …
10τἀντός — ἐντός , ἐντός within indeclform (adverb) …