ἔντερον
61κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …
62λειεντερία — η (Α λειεντερία) μορφή διάρροιας κατά την οποία αποβάλλονται ημιάπεπτες τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + εντερία (< έντερος < ἔντερον)] …
63μεσέντερο — το (Α μεσέντερον) νεοελλ. 1. ζωολ. στομαχικός θύλακος τού εμβρύου τών εντόμων ο οποίος στα ενήλικα άτομα γίνεται το επιθήλιο τής κοιλιάς αρχ. το μεσεντέριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔντερον] …
64μονέντερον — μονέντερον, τὸ (Μ) το κωλάντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἔντερον] …
65οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… …
66πολυέλικτος — και επικ. τ. πουλυέλικτος, ον, ΜΑ (για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.) (| αρχ. αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον ἔντερον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἑλικτός (<… …
67τράμις — εως, ἡ, Α 1. το μεταξύ τού πρωκτού και τού αιδοίου τμήμα, το περίνεο 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ τρῆμα τῆς ἕδρας» β) «ὁ ὄρρος» γ) «τινὲς ἔντερον» δ) «ἰσχίον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή τής λ. στη ρίζα τών τείρω, τετραίνω, τόρμος… …
68χαλκέντερος — η, ο / χαλκέντερος, ον, ΝΜΑ μτφ. ακούραστος, εξαιρετικά ανθεκτικός, εργατικός και παραγωγικός, σαν να έχει χάλκινα έντερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + έντερος (< ἔντερον), πρβλ. δυσ έντερος] …
69χοείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον» …
70ԱՂԻՔ — (աղեաց.) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c (զորոյ զեզականն տե՛ս ʼի վեր՝ ԱՂԻ, աղւոյ.) σπλάγχνα , ἕντερον viscera, intestinum Ընդերք, մաշկեղէն խողովակ երկայն ոլորեալ ʼի փոր կենդանեաց՝ ընդունարան …