ἔνορχ-ος
1μονόρχης — μονόρχης, ὁ (Α) μόνορχις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μόνορχις με επίθημα ᾱς/ ης (πρβλ. ένορχ ις: ενόρχ ης)] …
1μονόρχης — μονόρχης, ὁ (Α) μόνορχις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μόνορχις με επίθημα ᾱς/ ης (πρβλ. ένορχ ις: ενόρχ ης)] …