ἔνοπλος
1ἔνοπλος — in arms masc/fem nom sg …
2ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… …
3ένοπλος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει όπλο, ο οπλισμένος: Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας. 2. που γίνεται με όπλα: Η ένοπλη αντίσταση του λαού. 3. το αρσ. ως ουσ., ένοπλος ο οπλοφόρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …
5ἐνόπλως — ἔνοπλος in arms adverbial ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl (doric) …
6ἔνοπλον — ἔνοπλος in arms masc/fem acc sg ἔνοπλος in arms neut nom/voc/acc sg …
7ἐνόπλοις — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut dat pl …
8ἐνόπλου — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen sg …
9ἐνόπλους — ἔνοπλος in arms masc/fem acc pl …
10ἐνόπλων — ἔνοπλος in arms masc/fem/neut gen pl …