ἔνιοι
71προστάς — άδος, ἡ, Α·1. ο μεταξύ δύο παραστάδων χώρος κτηρίου 2. το προστώο 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «πρόδομος, ἡ πρὸ τῆς οἰκίας στοά, ἥν καὶ αἴθουσαν καλεῑ Ὅμηρος ἔνιοι μὲν παστάδα, τινὲς δὲ προστάδα προσαγορεύουσιν, ἥν Ὅμηρος πρόδομον εἴρηκεν».… …
72σανδαία — Α (κατά τον Ησύχ.) «τροπὴ ἀπὸ γῆς, ἔνιοι δὲ τὸν λίβα ἄνεμον» …
73σεμελοιρίδαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «oἱ ἄνευ κελύφους, οὓς ἔνιοι λίψακας» …
74συναποθλίβω — Α συνθλίβω συγχρόνως («ἔνιοι δὲ καὶ τά φύλλα συναποθλίβουσι», Διοσκ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποθλίβω «πιέζω δυνατά, στείβω»] …
75σφαλμώ — άω και έω, Α [σφαλμός] 1. (για ίππο) ρίχνω κάτω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σφαλμᾷ σκιρτᾷ σφάλλεται ἄλλοι ἀντὶ τοῡ σφαδάζειν τετάχθαι φασί, ἔνιοι μετὰ ἐπιθυμίας τι πράττειν» …
76σφηκός — ή, όν, Α 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. η κορυφή τής περικεφαλαίας όπου μπήγονταν το λοφίο, αλλ. σφήκωμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «σφηκοί οὐ κεχυμένοι τῇ σαρκώσει, ἀλλὰ συνεσφιγμένοι, ἔνιοι δὲ ῥωμαλέους». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται πιθ. με τη λ.… …
77τέρυς — υος, ὁ, ἡ, τέρυ Α (κατά τον Ησύχ.) α) (η αιτ. πληθ. τού αρσ.) τέρυας «ἵππους οὕτω λέγονται ὅσοι ἀδηφάγοι εἰσί ἔνιοι τοὺς ἀσθενεῑς» β) τέρυ «ἀσθενές, λεπτόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρην] …
78υπερσχίζω — Α [σχίζω] διαχωρίζω («ἔνιοι δὲ ἐτυμώτερον ὑπερεσχίζοντο κατὰ τὴν πορείαν [οἱ πόδες]», Απολλ. Σοφ.) …
79φέρμια — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἃς ἔνιοι ἀσίλλας τὰς ἐκ σχοίνων πλεκομένας καὶ ἰχθυηρὰ ἀγγεῑα, οἷον σπυρίδια». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. αντί φέρνιον*, α] …
80χάλκανθον — τὸ, ΜΑ μσν. το χρυσάνθεμο αρχ. θειικός χαλκός που χρησιμοποιούσαν σε διάλυμα για μελάνη γραφής και για βαφή δερμάτων και υποδημάτων («τὸ καλούμενον χάλκανθον οὐδετέρως ἢ ὡς ἔνιοι χάλκανθος ἀρσενικῶς ἢ θηλυκῶς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… …