ἔνιοι
1ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg …
2ἔνιοι — some masc nom/voc pl …
3ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα …
4ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl …
5ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl …
6ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl …
9ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl …
10ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl …