ἔνεκα
1ἕνεκα — on account of indeclform (prep) …
2ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …
3ένεκα — απαρχαιωμένη πρόθ. 1. συντάσσεται με γεν., εξαιτίας, για: Ένεκα της βροχής δε φύγαμε. 2. σε λαϊκές φράσεις συντάσσεται λαθεμένα και με ονομαστ.: Ένεκα η βροχή βραχήκαμε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4χἄνεκα — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …
5ἕνεκ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …
6ἕνεχ' — ἕνεκα , ἕνεκα on account of indeclform (prep) …
7εἵνεκα — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …
8εἵνεκεν — ἕνεκα on account of epic ionic (poetic indeclform prep) …
9ἕνεκεν — ἕνεκα on account of indeclform (prep) …
10ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …