ἔμ-φυτος
1φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ …
2φυτήν — φυτός shaped by nature fem acc sg (attic epic ionic) …
3κατάφυτος — η, ο (Α κατάφυτος, ον) (για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος αρχ. φυτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, σύμ φυτος] …
4λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] …
5εύφυτος — εὔφυτος, ον (Α) ο φυτεμένος καλά, πυκνά («εὔφυτοι γήλοφοι», Πολυδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ φυτος, κατά φυτος] …
6ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ …
7θαμνόφυτος — η, ο κατάφυτος από θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. δασό φυτος, πευκό φυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
8καλλίφυτος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 1.083 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 7 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. * * * καλλίφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ωραιότητα κατά τη… …
9οδοντόφυτος — ὀδοντόφυτος, ον (Α) οδοντοφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυτός (< φύομαι), πρβλ. ζωό φυτος, ριζό φυτος] …
10ομόφυτος — ὁμόφυτος, ον (Α) αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό φυτος] …