ἔμ-πρακτος
1πρακτός — things to be done masc nom sg …
2πρακτός — και ιων. τ. πρηκτός, ή, όν, Α [πράττω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, εφικτός 2. αυτός που μπορεί να τον διαβεί κανείς, διαβατός 3. αυτός που μπορεί κανείς να τόν εισπράξει 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρακτά πράγματα τα οποία είναι σωστό… …
3πρακτά — πρακτός things to be done neut nom/voc/acc pl πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc/acc dual πρακτά̱ , πρακτός things to be done fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4πρακτόν — πρακτός things to be done masc acc sg πρακτός things to be done neut nom/voc/acc sg …
5πρακτοῖς — πρακτός things to be done masc/neut dat pl …
6πρακτοῦ — πρακτός things to be done masc/neut gen sg …
7πρακτῷ — πρακτός things to be done masc/neut dat sg …
8θηριόπρακτος — θηριόπρακτος, ον (Μ) θηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος, μονό πρακτος] …
9ιερόπρακτος — ἱερόπρακτος, ὁ (Α) ιεροποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πρακτος (< πράττω), πρβλ. δημό πρακτος, φιλό πρακτος] …
10μονόπρακτος — η, ο 1. (για θεατρικό ή μουσικό έργο) ο αποτελούμενος από μία μόνο πράξη («μονόπρακτη όπερα», «μονόπρακτη κωμωδία») 2. (συν. το ουδ. ως ουσ.) το μονόπρακτο σύντομο θεατρικό έργο που αποτελείται από μία πράξη («τα μονόπρακτα τού Μπρεχτ»). [ΕΤΥΜΟΛ …