ἔμπυρα
1ἔμπυρα — ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl …
2Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… …
3Емпирии — (Έμπυρα) огненные жертвы у древних греков, по горению которых гадали; это гадание называлось емпиромантией; гадающие наблюдали, медленно или скоро горят куски жертвы, поднимается ли дым кверху или стелется понизу. Особое внимание обращали на… …
4ἔμπυρ' — ἔμπυρα , ἔμπυρος in neut nom/voc/acc pl ἔμπυρε , ἔμπυρος in masc/fem voc sg …
5έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… …
6αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …
7εμπυρισχησίφως — ἐμπυρισχησίφως, ο (Α) αυτός που παίρνει φως ή φωτιά από τα έμπυρα …
8εμπυρομαντεία — η εμπυρεία, μαντεία που γίνεται με έμπυρα, με θυσιαζόμενα πάνω στον βωμό σφάγια …
9εμπυροσκόπος — ο (AM ἐμπυροσκόπος) αυτός που μαντεύει παρατηρώντας τα έμπυρα …