ἔμολον
1έμολον — ἔμολον (Α) (αόρ. τού ρ. βλώσκω) ήλθα …
2ἔμολον — βλώσκω go or come aor ind act 3rd pl βλώσκω go or come aor ind act 1st sg …
3βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω …
4αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… …
5ετερομόλιος — ἑτερομόλιος, ἡ (Α) φρ. «ἑτερομόλιος δίκη» η δίκη στην οποία παρουσιάζεται μόνο ο ένας από τους δύο αντιδίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. μολ (πρβλ. έμολον, β αόρ. τού βλώσκω «έρχομαι») + κατάλ. ιος] …
6ηδυμόλος — ἡδυμόλος, ον (Α) αυτός που έρχεται με γλυκύτητα, ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μολος (< έμολον, αόρ. β του βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αγχί μολος, αυτό μολος] …
7καλλίστευμα — καλλίστευμα, τὸ (Α) [καλλιστεύω] 1. το προτέρημα τής ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος 2. το βραβείο τής ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.) 3. φρ. «τὰ δευτερεῑα καλλιστευμάτων» το δεύτερο βραβείο… …
8μόλησις — μόλησις, ἡ (Α) έλευση, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολ τού ἔμολον, αόρ. β τού βλώσκω] …
9ωκύμολος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ταχὺ πορευόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + θ. μολ (πρβλ. ἔμολον, αόρ. β τού βλώσκω «έρχομαι»), πρβλ. αὐτό μολος] …