ἔμεσμα
1ἔμεσμα — vomit neut nom/voc/acc sg …
2έμεσμα — το (Α ἔμεσμα) το αποτέλεσμα τού εμετού, το ξέρασμα …
3έμεσμα — το, ατος ό,τι βγαίνει με τον εμετό, ξέρα σμα, ξερατό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐμεσμάτων — ἔμεσμα vomit neut gen pl …
5ἐμέσματα — ἔμεσμα vomit neut nom/voc/acc pl …
6ἐμέσματι — ἔμεσμα vomit neut dat sg …
7ἐμέσματος — ἔμεσμα vomit neut gen sg …
8ξερατό — το 1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα 2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά 3. στον πληθ. τα ξερατά ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με …