ἔμβολον

  • 11убол — проход, улица , церк., др. русск. уболъ – то же, также амболъ (Сказ. Антония Новгор.; см. Срезн. I, 20; III, 1116). Заимств. из ср. греч. ἔμβολος крытая улица (начиная с Евстафия, в настоящее время употребляется на Хиосе; см. Амантос, ᾽Аϑηνᾶ .23 …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 12Flying wedge — A flying wedge, flying V or simply a wedge is a charging formation in which troops or riot police are arrayed to form a V shaped wedge formation, sometimes called a boar s head , or ἐμβολον in Greek. Military usesIf the point of the wedge can… …

    Wikipedia

  • 13LIBURNAE Naves — unde dictae sunt, vide in voce Liburnia. Has Liburni, ut supra, qui nauticâ et priraticâ inclaruêrunt, loris suebant, Salmas. ad Solin. p. 264. Illis Romani in mari utebantur, sicut lusoriis in fluminibus: duo enim apud eos fuisle genera classium …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14PRISTIS — genus belluae marinae, in Gloss. corrupte pro Frestis, Graeci Πρῆςτις, vide supra, in voce Physetero. Item πλοῖον κητοφόρον, navis ceti figuram habens, cuiusmodi navigio raptam Andromedam, scribit Conon. atque inde fabulae de monstro marino… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …

    Dictionary of Greek

  • 16αρθρέμβολα — ἀρθρέμβολα, τα (Α) 1. εργαλεία για βασανιστήρια 2. χειρουργικά εργαλεία για την αποκατάσταση εξαρθρωμένων μελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + έμβολον] …

    Dictionary of Greek

  • 17κοιλέμβολος — ο (Α κοιλέμβολος, ον) νεοελλ. αρχ. το ουδ. ως ουσ. το κοιλέμβολο η παράταξη πολεμικών σκαφών σε σχήμα ανεστραμμένου εμβόλου αρχ. αυτός που έχει σχήμα ανεστραμένου εμβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. κυαν έμβολος, χρυσ… …

    Dictionary of Greek

  • 18κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …

    Dictionary of Greek

  • 19μπόλι — το 1. θεραπευτικό ή προληπτικό εμβόλιο 2. εμβόλιο εγκεντρισμού, ενόφθαλμο κλαδάκι δέντρου με το οποίο γίνεται δενδροκομικός εμβολιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβόλ ιον, υποκορ. τού ἔμβολον (πρβλ. ἐμβαίνω < μπαίνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 20προέμβολον — τὸ, Α [ἔμβολον] το πρόσθιο άκρο τού εμβόλου τού πλοίου, κατασκευασμένο από μέταλλο ή ενισχυμένο με μέταλλο …

    Dictionary of Greek