ἔλλοβος
1ἔλλοβος — bearing fruit in a pod masc/fem nom sg …
2έλλοβος — η, ο (Α ἔλλοβος, ον) (για καρπό) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό …
3έλλοβος, -η — ο (για καρπούς), που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἔλλοβον — ἔλλοβος bearing fruit in a pod masc/fem acc sg ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc sg …
5ἔλλοβα — ἔλλοβος bearing fruit in a pod neut nom/voc/acc pl …
6ξυλοκέρατο — το (ΑΜ ξυλοκέρατον) νεοελλ. ο καρπός τής ξυλοκερατιάς, το χαρούπι μσν. αρχ. η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον] …
7χαρουπιά — (κερατονία η κερατέα, οικογένεια λεγκουμινώδη ή κατ’ άλλους οικογένεια καισαλπινίδες, τάξη λεγκουμινώδη, δικοτυλήδονα). Δέντρο που κατάγεται από την ανατολική Μεσόγειο και ζει κατά μήκος των εύκρατων παραλιακών περιοχών της Μεσογείου. Oνομάζεται… …
8lē̆ b-, lō̆ b-, lāb-, leb- — lē̆ b , lō̆ b , lāb , leb English meaning: to hang down loosely; lip Deutsche Übersetzung: ‘schlaff herabhängen”, also “Lippe” (?) Note: partly with anlaut. s ; besides, but less frequent, often (see in addition lep “peel” am… …