ἔλαιος
1έλαιος — ἔλαιος, ο (AM) άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος αρχ. 1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» ροδιακή λέξη …
2Ἐλαιός — masc nom sg …
3ἔλαιος — wild olive masc nom sg …
4Ἐλαιοί — Ἐλαιός masc nom/voc pl …
5Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg …
6Ἐλαιούς — Ἐλαιός masc acc pl …
7Ἐλαιόν — Ἐλαιός masc acc sg …
8ευέλαιος — εὐέλαιος, ον (Α) γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έλαιος (< ελαία), πρβλ. αν έλαιος, καλλι έλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»] …
9καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …
10κατέλαιος — κατέλαιος, ον (Α) (νια φαγητό) γεμάτος λάδι, λαδερός, ελαιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + έλαιος (< ἔλαιον), πρβλ. οπι έλαιος, φιλ έλαιος] …