ἔκ-φαυλος
1φαῦλος — cheap masc nom sg φαῦλος cheap masc/fem nom sg …
2φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ …
3φαύλος — η, ο κακοήθης, αχρείος, αισχρός, διεστραμμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φαῦλον — φαῦλος cheap masc acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg φαῦλος cheap masc/fem acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg …
5φαῦλα — φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl …
6φαῦλε — φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλος cheap masc/fem voc sg …
7φαῦλοι — φαῦλος cheap masc nom/voc pl φαῦλος cheap masc/fem nom/voc pl …
8φαῦλαι — φαῦλος cheap fem nom/voc pl …
9φαυλότατ' — φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατε , φαῦλος cheap masc voc superl sg… …
10φαυλότερον — φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος… …