ἔκ-λαμπρος
1Λαμπρός — bright masc nom sg …
2λαμπρός — bright masc nom sg …
3Λάμπρος — masc nom sg …
4λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …
5λαμπρός — ή, ό επίρρ. ά 1. φωτεινός, λαμπερός, ακτινοβόλος: Ο λαμπρός ήλιος. 2. εξαίρετος, διαπρεπής, ένδοξος: Ο γιατρός αυτός είναι λαμπρός επιστήμονας. 3. ωραίος: Λαμπρή φορεσιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… …
7Λάμπρος, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1843 – Αθήνα 1909). Νομισματολόγος, γιος του Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα και στην Αθήνα, παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη, όπου επιδόθηκε σε αρχαιολογικές και νομισματολογικές… …
8Λάμπρος, Παύλος — (Καλαρρύτες Ηπείρου 1820 – Αθήνα 1887). Νομισματολόγος. Εντελώς αυτοδίδακτος, οργάνωσε πλούσιες νομισματικές συλλογές και δημοσίευσε πολύ αξιόλογες πραγματείες στην ελληνική, στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα, οι κυριότερες από τις οποίες… …
9Κωνσταντάρας, Λάμπρος — (Αθήνα 1913 – 1985). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Φοίτησε στη σχολή του Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Σχολείο γυναικών του Μολιέρου (1937). Έπαιξε επίσης στις ταινίες Ευτυχισμένες μέρες, Ας… …
10Πορφύρας, Λάμπρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, Χίος 1879 – Πειραιάς 1932). Έλληνας ποιητής. Μεγάλωσε στον Πειραιά και φοίτησε στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών αλλά δεν έφτασε μέχρι το πτυχίο. Για ένα διάστημα συγκινήθηκε από τις ιδέες του …