ἔκ-κλητος
1κλητός — invited masc nom sg …
2κλητός — ή, ό (AM κλητός, ή, όν) προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ) αρχ. 1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ ἀπείρονα γαῑαν», Ομ. Οδ.) 2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός 3. αυτός που έχει κλητευθεί… …
3κλητός, -ή — ό ο καλεσμένος, ο προσκαλεσμένος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κλητῶν — κλητός invited fem gen pl κλητός invited masc/neut gen pl …
5κλητόν — κλητός invited masc acc sg κλητός invited neut nom/voc/acc sg …
6κληταῖς — κλητός invited fem dat pl …
7κληταί — κλητός invited fem nom/voc pl …
8κλητοῖς — κλητός invited masc/neut dat pl …
9κλητοί — κλητός invited masc nom/voc pl …
10κλητοῦ — κλητός invited masc/neut gen sg …