ἔκ-κλητος

  • 31καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 32κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …

    Dictionary of Greek

  • 33κλητεύω — (Α κλητεύω) [κλητός] καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, τού κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.) αρχ. 1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 34κλητικός — ή, ό (AM κλητικός, ή, όν) [κλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλήση, στην πρόσκληση, αυτός που γίνεται με κλήση 2. επικλητικός 3. το θηλ. ως ουσ. γραμμ. η κλητική η πτώση με την οποία καλούμε ή προσφωνούμε κάποιον ή κάτι αρχ. 1. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 35κυριοκλησίαι — κυριοκλησίαι, αἱ (Μ) οι κύριες κλήσεις, οι κύριες ονομασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + κλησία (< κλητος < καλῶ), πρβλ. ψευδο κλησία] …

    Dictionary of Greek

  • 36μετάκλητο — μετάκλητος, ον (Α) [κλητός] προσκεκλημένος …

    Dictionary of Greek

  • 37ομοκλής — ὁμοκλής, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με έναν άλλο, ομώνυμος, ομόκλητος* («Θεόδωρος σὺν τοῑς ὁμοκλεέσιν», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + καλῶ (πρβλ. ομό κλητος, ομο κλητήρ)] …

    Dictionary of Greek

  • 38πασίκλητος — ον, Μ (κυρίως το θηλ. ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή την οποία επικαλούνται για βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + κλητός (< καλῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 39συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …

    Dictionary of Greek

  • 40ԲԱԶՄԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 407 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c, 14c ա. κλητός, συνανακείμενος, ἁνακείμενος invitatus, discumbens, convictor Կոչնական՝ բազմեալն ʼի սեղան. բարձակից. ... *Ադոնիա, եւ ամենայն բազմականք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)