ἔκ-κλητος

  • 21νεόκλητος — νεόκλητος, ον (Α) 1. αυτός που προσκλήθηκε πρόσφατα 2. αυτός που προσκλήθηκε με νέο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κλητος (< καλῶ), πρβλ. πολύ κλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 22ομόκλητος — ὁμόκλητος, ον (Α) αυτός που καλείται με το ίδιο όνομα, ομώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. ετερό κλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 23πρωτόκλητος — η, ο / πρωτόκλητος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κλήθηκε πρώτος, πρωτοκάλεστος 2. (κυρίως) προσωνυμία τού αποστόλου Ανδρέα επειδή πρώτος αυτός ακολούθησε τον Ιησού νεοελλ. μσν. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόκλητοι (στο Βυζ.) ναύτες που υπηρετούσαν στα… …

    Dictionary of Greek

  • 24πρόκλητος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πρόθυμος πρὸ τοῡ κληθῆναι» αυτός που δεν περιμένει να τόν προκαλέσουν για να πράξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. α μετά κλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 25χριστόκλητος — ὁ, Μ εκκλ. αυτός που κλήθηκε από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κλητός (< καλῶ), πρβλ. θεό κλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 26Анаклет — (св.) один из первых епископов христианской общины в Риме, хотя он и упоминается в качестве 2 го, иногда в качестве 8 го преемника Петра. В позднейших списках мы вместо него встречаем даже двух пап, каковая ошибка произошла вследствие двойного… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 27Cletus, S. (1) — 1S. Cletus, Papa, Mart. (26. April). Vom Griech. κλητός = gerufen, auserlesen etc. – Dieser hl. Cletus war nach dem Mart. Rom. der zweite römische Bischof nach dem hl. Petrus und sonach im Ganzen der dritte römische Papst; nach den Bollandisten… …

    Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • 28άκλητος — η, ο (Α ἄκλητος, ον) αυτός που δεν τόν κάλεσαν, ο απροσκάλεστος, απρόσκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κλητὸς < καλῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 29ευανάκλητος — εὐανάκλητος, ον (Α) 1. (για ονόματα σκύλων) αυτός που εκφωνείται εύκολα 2. αυτός τον οποίο εύκολα κάποιος καθησυχάζει ή επαναφέρει σε ηρεμία 3. αυτός που θεραπεύεται εύκολα. επίρρ... εὐανακλήτως με ευανάκλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά κλητος… …

    Dictionary of Greek

  • 30εύκλητος — εὔκλητος, ον (Μ) άξιος τής προσφωνήσεως, τής επικλήσεως κάποιου, αξίως καλούμενος ή προσφωνούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλητός (< καλώ), πρβλ. παθ. αόρ. β ε κλή θην] …

    Dictionary of Greek