ἔκφορος
1ἔκφορος — exportable masc/fem nom sg …
2έκφορος — η, ο (AM ἔκφορος, ον) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι έκφοροι ναυτ. τα σχοινιά τής κατώτερης σειράς που χρησιμεύουν για τη συστολή ή διαστολή τών ιστίων, κοιν. μαντιζέλο μσν. ο γνωστός σε όλους αρχ. 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να φέρει έξω,… …
3ἔκφορον — ἔκφορος exportable masc/fem acc sg ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc sg …
4ἐκφόρου — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen sg …
5ἐκφόρους — ἔκφορος exportable masc/fem acc pl …
6ἐκφόρων — ἔκφορος exportable masc/fem/neut gen pl …
7ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl …
8ἔκφοροι — ἔκφορος exportable masc/fem nom/voc pl …
9παρέκφορος — ό ναυτ. ο δεύτερος έκφορος τών δολώνων, το φάλτσο μαντιζέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + έκφορος «σχοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή και διαστολή τών ιστίων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …
10ἐκφορωτέρα — ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc/acc comp dual ἐκφορωτέρᾱ , ἔκφορος exportable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
- 1
- 2