ἔκτῐσα
1ἔκτισα — ἔκτῑσα , ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) κτίζω people aor ind act 1st sg …
2κτίζω — και χτίζω έκτισα και έχτισα, κτίστηκα και χτίστηκα, κτισμένος και χτισμένος 1. οικοδομώ. 2. φράζω με τοίχο. 3. ιδρύω πόλη. 4. δημιουργώ από το μηδέν: Ο Θεός έκτισε τον κόσμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἔκτισ' — ἔκτισι , ἔκτεισις payment in full fem voc sg ἔκτῑσαι , ἐκτίνω pay off aor imperat mid 2nd sg ἔκτῑσα , ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔκτῑσε , ἐκτίνω pay off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔκτισα , κτίζω people aor ind… …