ἔκρηγμα
1έκρηγμα — ἔκρηγμα, το (Α) 1. απόσχισμα από κάτι 2. χαράδρα 3. ορμητική εκροή 4. υδρορρόη, καταρράχτης 5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα …
2ἔκρηγμα — piece torn off neut nom/voc/acc sg …
3ἐκρήγμασι — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl …
4ἐκρήγμασιν — ἔκρηγμα piece torn off neut dat pl …
5ἐκρήγματα — ἔκρηγμα piece torn off neut nom/voc/acc pl …
6ἐκρήγματος — ἔκρηγμα piece torn off neut gen sg …
7φλεγματόεις — εσσα, εν, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλεγματόεν ἔκρηγμα, τὸ τῆς φλογὸς ἔκρηγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + κατάλ. όεις*] …
8СИРБОНИДСКОЕ ОЗЕРО — • Σιρβωνίδος λίμνη или η̉ Σιρβωνὶς и Σερβωνὶς, в Нижнем Египте, простирается на восток от Герры на протяжении 200 стадий, приблизительно до Риноколуры, вдоль Средиземного моря, с которым соединяется истоком ( έκρηγμα). Оно было… …
9υφαλέκρηγμα — το, Ν καθένας από τους πλώιμους πόρους που διακόπτουν τη συνέχεια υφαλοταινίας ή βρίσκονται μεταξύ ερμάτων αποτελώντας κίνδυνο για τα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + έκρηγμα] …