ἔκπλεως
1έκπλεως — ων βλ. έκπλεος …
2ἔκπλεως — ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεος quite full adverbial (attic) ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεος quite full masc/fem nom pl (attic) ἔκπλεω̆ς , ἔκπλεος quite full masc/fem nom/voc sg (attic) …
3έκπλεος — ἔκπλεος, ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος α, ον, αττ. τ. ἔκπλεως, ων (Α) 1. πλήρης 2. εντελώς πλήρης 3. άφθονος …
4ԼՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0907 Chronological Sequence: 12c մ. ἑκπλέως plene. Լիապէս. լիով. լրիւ. բովանդակապէս. կատարելապէս եւ լիուլի. առաւելապէս. ... *Զլրումն աստուածութեանն լրապէս ընդունելով. Շ. ՟ա. յհ. ՟Հ՟Ե: *Լրապէս ինքն թուեաց, եւ ասաց: Լրապէս զնոցին… …