ἔκπλειος

  • 1έκπλεος — ἔκπλεος, ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος α, ον, αττ. τ. ἔκπλεως, ων (Α) 1. πλήρης 2. εντελώς πλήρης 3. άφθονος …

    Dictionary of Greek