ἔκλᾰσα
1ἔκλασα — κλάω cry aor ind act 1st sg …
2κλάνω — έκλασα, κλασμένος 1. αφήνω πορδές. 2. περιφρονώ κάποιον κλάνοντας μπροστά του: Τον έκλασε κι έφυγε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… …
4κλάνω — (I) (Μ κλάνω) 1. αφήνω πορδή, πέρδομαι 2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον νεοελλ. 1. φρ. α) «κλάσε μας...» (σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας β) «τά κλασε» ή «τήν έκλασε» φοβήθηκε γ) «κώλος που κλάνει γιατρό… …