ἔκδημος
1ἔκδημος — away from home masc/fem nom sg …
2έκδημος — η, ο (AM ἔκδημος, ον) αυτός που βρίσκεται έξω από τον δήμο, τη χώρα, απόδημος μσν. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, ο εκτός εαυτού αρχ. (για ενέργεια ή κατάσταση) αυτός που γίνεται σε ξένη χώρα ή εναντίον ξένης χώρας …
3ἔκδημον — ἔκδημος away from home masc/fem acc sg ἔκδημος away from home neut nom/voc/acc sg …
4ἐκδήμοις — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat pl …
5ἐκδήμου — ἔκδημος away from home masc/fem/neut gen sg …
6ἐκδήμους — ἔκδημος away from home masc/fem acc pl …
7ἐκδήμων — ἔκδημος away from home masc/fem/neut gen pl …
8ἐκδήμῳ — ἔκδημος away from home masc/fem/neut dat sg …
9ἔκδημα — ἔκδημος away from home neut nom/voc/acc pl …
10ἔκδημοι — ἔκδημος away from home masc/fem nom/voc pl …
- 1
- 2