ἔκδηλος
1Ἔκδηλος — masc nom sg …
2ἔκδηλος — conspicuous masc/fem nom sg …
3έκδηλος — η, ο (AM ἔκδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής (α. «η έκδηλη προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια» β. «πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα», Δημ.) αρχ. έξοχος, εξαίρετος …
4έκδηλος — η, ο επίρρ. α ολωσδιόλου φανερός, ολοφάνερος, καταφανής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἐκδηλότερον — ἔκδηλος conspicuous adverbial comp ἔκδηλος conspicuous masc acc comp sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc comp sg …
6ἐκδηλοτέρων — ἔκδηλος conspicuous fem gen comp pl ἔκδηλος conspicuous masc/neut gen comp pl …
7ἐκδηλότατα — ἔκδηλος conspicuous adverbial superl ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc superl pl …
8ἐκδηλότατον — ἔκδηλος conspicuous masc acc superl sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc superl sg …
9ἐκδήλως — ἔκδηλος conspicuous adverbial ἔκδηλος conspicuous masc/fem acc pl (doric) ἐκδηλόω show plainly imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
10ἔκδηλον — ἔκδηλος conspicuous masc/fem acc sg ἔκδηλος conspicuous neut nom/voc/acc sg …