ἔκδηλος
31Ἔκδηλε — Ἔκδηλος masc voc sg …
32ἔκδηλε — ἔκδηλος conspicuous masc/fem voc sg …
33Ἔκδηλοι — Ἔκδηλος masc nom/voc pl …
34ἔκδηλοι — ἔκδηλος conspicuous masc/fem nom/voc pl …
35Ἔκδηλον — Ἔκδηλος masc acc sg …
36μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …
37ἐκδηλοτέρα — ἐκδηλοτέρᾱ , ἔκδηλος conspicuous fem nom/voc/acc comp dual ἐκδηλοτέρᾱ , ἔκδηλος conspicuous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
38ἐκδηλοτέρας — ἐκδηλοτέρᾱς , ἔκδηλος conspicuous fem acc comp pl ἐκδηλοτέρᾱς , ἔκδηλος conspicuous fem gen comp sg (attic doric aeolic) …
39явленый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прич. (греч. ἔκδηλος) явный, открытый; (περιφανής)… …
40-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …