ἔδεσμά τι
1ἔδεσμα — meat neut nom/voc/acc sg …
2έδεσμα — το (AM ἔδεσμα) 1. φαγητό, τροφή 2. φαγώσιμα κυρίως ψημένα μσν. (στα μοναστήρια) προσφάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής σχηματισμός σε μα από το θ. τού αορ. ηδέσθην, παρακμ. εδήδεσμαι τού έδω*. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμό ενός αρχαίου ονόματος *έδμα] …
3έδεσμα — το, ατος φαγητό, φαγώσιμο, φαΐ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἐδεσμάτων — ἔδεσμα meat neut gen pl …
5ἐδέσμασι — ἔδεσμα meat neut dat pl …
6ἐδέσμασιν — ἔδεσμα meat neut dat pl …
7ἐδέσματα — ἔδεσμα meat neut nom/voc/acc pl …
8ἐδέσματι — ἔδεσμα meat neut dat sg …
9ἐδέσματος — ἔδεσμα meat neut gen sg …
10μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …