ἔγω-γε

  • 91γε — (δωρ. και βοιωτ. γα) (μόριο) (Α) μόριο με επιτακτική βεβαιωτική ή διασαφητική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πιο συχνό από τα επιτατικά μόρια τής αρχαίας, η χρήση τού οποίου αποσκοπεί στην προβολή και έξαρση μιας λέξεως μέσα στην πρόταση. Χαρακτηρίζεται… …

    Dictionary of Greek

  • 92και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 93καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 94μέθεξη — η (Α μέθεξις, εως) 1. μετοχή, συμμετοχή, (επι)κοινωνία με κάτι («διὰ τὴν μέθεξιν ταὐτοῡ πρὸς ἑαυτὴν οὕτω λέγομεν», Πλάτ.) 2. (φιλοσ.) (κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) η (επι)κοινωνία, η συμμετοχή τών αισθητών πραγμάτων στις ιδέες, τών… …

    Dictionary of Greek

  • 95να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …

    Dictionary of Greek

  • 96Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …

    Dictionary of Greek

  • 97Φίχτε, Γιόχαν Γκότλιμπ — (Fichte, Ραμενάου, Άνω Λουσατία 1762 – Βερολίνο 1814). Γερμανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στην Ιένα, στο Κένιξμπεργκ, στην Κοπεγχάγη και τέλος, από το 1810, στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Τα κυριότερα έργα του είναι: Θεμελιώδεις αρχές… …

    Dictionary of Greek

  • 98Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… …

    Dictionary of Greek

  • 99eĝ-, eĝ(h)om, eĝō —     eĝ , eĝ(h)om, eĝō     English meaning: I     Deutsche Übersetzung: “ich”     Note: ĝh besides ĝ is ensured only for O.Ind., thus probably secondarily after dat. máhyam.     Note: From Root ehem, eheu, eho (*eĝh ): “interjection, *an… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 100я — I тридцать третья буква др. русск. алфавита, первонач. писавшаяся как ɪа; то же самое сочетание звуков в др. русск. обозначалось с помощью ѧ, первонач. – знак для носового гласного ę, который уже в Х в. совпал фонетически с ᾽а. В качестве… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера