ἓν βουλευτήριον
1βουλευτήριον — council chamber neut nom/voc/acc sg βουλευτήριος giving advice masc/fem acc sg βουλευτήριος giving advice neut nom/voc/acc sg …
2Βουλευτήριον, Γενικόν — Η πρώτη νομική ελληνική εξουσία που συστήθηκε στις 9 Απριλίου 1821 με θέσπισμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Το Γ.Β. απαρτιζόταν από τους Ν. Υψηλάντη, Γ. Καντακουζηνό, Μ. Χρηστοφή, Χ. Περραιβό, Β. Καραβιά, Γ. Ολύμπιο, Καλαμαρά και ΑΘ. Τσακάλωφ, με… …
3βουλευτηρίοις — βουλευτήριον council chamber neut dat pl βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut dat pl …
4βουλευτηρίου — βουλευτήριον council chamber neut gen sg βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut gen sg …
5βουλευτηρίων — βουλευτήριον council chamber neut gen pl βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut gen pl …
6βουλευτηρίῳ — βουλευτήριον council chamber neut dat sg βουλευτήριος giving advice masc/fem/neut dat sg …
7βουλευτήρια — βουλευτήριον council chamber neut nom/voc/acc pl βουλευτήριος giving advice neut nom/voc/acc pl …
8Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …
9Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …
10БУЛЕ — • Βουλή, совет. Уже у Гомера мы видим противоположение совета знатных и князей общему собранию войска (Il. 2). В аристократических государствах главы знатных фамилий, призванные к тому по выбору или по рождению, образовали совет, в… …