ἑόρακα

  • 1ἑόρακα — ἑόρᾱκα , ὁράω Inscr. destombeaux des rois perf ind act 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …

    Dictionary of Greek