ἑψανός
1εψανός — ἑψανός, ή, ον (Α) 1. αυτός που βράζει εύκολα, ο βραστερός, ο καλόβραστος, ο καλόψητος 2. (για φαγητά) αυτός που τρώγεται βραστός, ο βρασμένος 3. ζωμός, σούπα 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑφανά τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.… …
2ἑψανός — boiled masc nom sg …
3ἑψανά — ἑψανός boiled neut nom/voc/acc pl ἑψανά̱ , ἑψανός boiled fem nom/voc/acc dual ἑψανά̱ , ἑψανός boiled fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἑψανόν — ἑψανός boiled masc acc sg ἑψανός boiled neut nom/voc/acc sg …
5ἑψανοῖσι — ἑψανός boiled masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6ἑψανωτέρα — ἑψανωτέρᾱ , ἑψανός boiled fem nom/voc/acc comp dual ἑψανωτέρᾱ , ἑψανός boiled fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
7ἑψανῶν — ἑψάνη fem gen pl ἑψανός boiled fem gen pl ἑψανός boiled masc/neut gen pl …
8έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …
9ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] …
10κάλοψος — η, ο, θηλ. και ος, και καλόψανος, η, ο (για εδώδιμα που βράζουν ή ψήνονται και ιδίως για όσπρια) αυτός που βράζει εύκολα, βραστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κάλοψος < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + ἕψω «ψήνω», ενώ ο τ. καλόψανος < καλ(ο) * (< επίρρ …