ἑψίη

  • 1ἑψίη — ἑψία amusement fem nom/voc sg (epic ionic) ἑψιέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἑψιέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εψία — (I) ἑψία, ἡ (Μ) [ἕψω] μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο. (II) ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α) 1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια 2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια «τὰ ἀπὸ… …

    Dictionary of Greek