ἑτερ-αλκής

  • 1κερεαλκής — κερεαλκής, ές (Α) αυτός που έχει δυνατά κέρατα («ταῡρος κερεαλκής», Απόλλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + αλκής (< αλκή), πρβλ. ετερ αλκής, παν αλκής] …

    Dictionary of Greek